προεξοφλητικός

προεξοφλητικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεξόφληση: Προεξοφλητικός τόκος (ο τόκος που αφαιρείται εξαιτίας της προεξόφλησης του χρέους).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προεξοφλητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεξόφληση 2. φρ. α) «προξοφλητική πολιτική» (οικον.) τακτική αυξομείωσης τού προεξοφλητικού επιτοκίου εκ μέρους τής κεντρικής τράπεζας με στόχο τον έλεγχο τής ρευστότητας τής οικονομίας β)… …   Dictionary of Greek

  • τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”